κοχύλι ή όστρακο

κοχύλι ή όστρακο
Σχηματισμός λιγότερο ή περισσότερο σκληρός, ο οποίος, όταν είναι εξωτερικός, όπως συμβαίνει στις περισσότερες περιπτώσεις, προστατεύει το σώμα των μαλακίων, των βραγχιοπόδων και μερικών οστρακοδέρμων (οι δύο τελευταίες ομάδες ανήκουν στα καρκινοειδή). Το κ. εκκρίνεται από τον μανδύα και σχηματίζεται με την εναπόθεση μεταλλικών ουσιών –κυρίως ανθρακικού ασβεστίου– σε μια οργανική μήτρα, η οποία αποτελείται από την πρωτεϊνική ουσία κογχυολίνη. Στο κ. ενός δίθυρου μαλακίου, για παράδειγμα, από δομική άποψη, διακρίνουμε τρεις στιβάδες: ένα λεπτό εξωτερικό στρώμα, την επιδερμίδα ή περιόστρακο, που αποτελείται από οργανική ουσία και έχει διαφορετικό χρώμα από είδος σε είδος· μία ενδιάμεση κρυσταλλική στιβάδα, η οποία αποτελείται από πρίσματα ανθρακικού ασβεστίου σε μερικά είδη, και αραγωνίτη σε άλλα· και μία εσωτερική μαργαριτώδη στιβάδα, που αποτελείται από παράλληλα ελάσματα ασβεστολιθικών πλακιδίων, τα οποία, όταν είναι λεπτά, εμφανίζουν ιριδισμούς και αποτελούν το μάργαρο. Το σχήμα του κ. ποικίλλει από τάξη σε τάξη, με διάφορες παραλλαγές στις μικρότερες ομάδες μαλακίων. Στα γαστερόποδα, το κ. αποτελείται από ένα μόνο τμήμα ή θυρίδα που έχει κωνικό σχήμα (για παράδειγμα, στην πεταλίδα) ή παρουσιάζει μια σπείρα και πολυάριθμες διατρήσεις ή ελικοειδείς σπείρες, όπως του σαλιγκαριού, από τα αριστερά προς τα δεξιά ή από τα δεξιά προς τα αριστερά, ανάλογα με τη φορά κατά την οποία στρέφονται οι σπείρες όταν κοιτάζουμε το κ. από την κορυφή του. Ο άξονας περιστροφής λέγεται στυλίσκος και μπορεί να είναι κούφιος ή γεμάτος. Το άνοιγμα προς το εξωτερικό λέγεται στόμα και είναι εφοδιασμένο με έναν γύρο ή περίστομα, που έχει ένα εξωτερικό, και τις περισσότερες φορές λείο χείλος και ένα εσωτερικό, συχνά πτυχωτό. Στα διβραγχιωτά κεφαλόποδα το κ. είναι περιορισμένο και εσωτερικό μέσα στον μανδύα, όπως το γνωστό κόκαλο της σουπιάς ή του καλαμαριού. Το κομψό και λεπτό ασβεστολιθικό όστρακο του θηλυκού του αργοναύτη εκτελεί λειτουργία θήκης για τα αβγά: δεν μπορεί να θεωρηθεί αληθινό κ. είτε εξαιτίας της ιδιαίτερης λειτουργίας του είτε γιατί παράγεται από τους πλοκάμους και όχι από τον μανδύα. Στον ναυτίλο (τετραβραγχιωτό κεφαλόποδο), το κ. είναι εξωτερικό· η πρώτη μεγάλη αίθουσα περιέχει σχεδόν ολόκληρο το ζώο, που εισχωρεί στα εσωτερικά διαμερίσματα με μια απόφυση που λέγεται σιφώνιο. Ένα τέτοιο κ. είναι σπειροειδές και διαιρείται σε διαδοχικές στοές, που ο ναυτίλος κατασκευάζει προοδευτικά κατά την πορεία της ανάπτυξής του. Οι αμμωνίτες, απολιθώματα του μεσοζωικού, είχαν κ. που έμοιαζε, από πολλές απόψεις, με του σημερινού ναυτίλου. Στα ελασματοβράγχια ή δίθυρα μαλάκια, το κ. αποτελείται από δύο εξωτερικές θυρίδες, τοποθετημένες δεξιά και αριστερά του σώματος. Αντίθετα, στα βραγχιόποδα η μία θυρίδα είναι κοιλιακή και η άλλη ραχιαία. Γενικά, οι δύο θυρίδες είναι όμοιες και συγκρατούνται με έναν ελαστικό σύνδεσμο στη ραχιαία πλευρά. Προσαγωγοί μύες χρησιμεύουν για την απομάκρυνση ή την προσέγγιση της μίας θυρίδας με την άλλη. Εγκοπές που αποτελούνται από οδόντες και κοιλότητες χρησιμεύουν για την εξασφάλιση της αντίστοιχης θέσης των δύο θυρίδων. Χαρακτηριστικό είναι το κ. του δαντελίου, ενός σκαφόποδου μαλακίου: είναι μακρύ, σε σχήμα κέρατου ή χαυλιόδοντα, με τα δύο άκρα ανοιχτά. Από το μπροστινό και πιο μεγάλο άνοιγμα, προβάλλουν το πόδι και σύνολο λεπτών κεραιών που εξυπηρετούν τη σύλληψη της τροφής, ενώ από το άλλο γίνεται η είσοδος και η έξοδος του νερού. Από τους πανάρχαιους χρόνους, τα κ. χρησιμοποιούνται ως διακοσμητικά αντικείμενα. Σε διάφορες παράλιες περιοχές, όπως για παράδειγμα στο Τόρε ντελ Γκρέκο (Νάπολη Ιταλίας) γίνεται επεξεργασία του κ. από ικανούς τεχνίτες για την κατασκευή δακτυλιόλιθων. Πολλά κ. χρησιμοποιούνται για την εξαγωγή του μαργάρου, ενώ με τα κατώτερης μορφής και ποιότητας παράγεται ασβέστης και λιπάσματα. Μέχρι τα τελευταία χρόνια, σε μερικές αφρικανικές φυλές ορισμένα κ. χρησίμευαν για νομίσματα. Με τα μεγάλα κ. μερικών γαστεροπόδων κατασκευάζονται κυνηγετικά κόρνα (βούκινα) και μουσικά όργανα. 13) στροβιλίσκος. 2) Pterocera lambis. 3) Pterocera lambis. 5) Cardium echinatum. 7) Mytilus edulis (μύδι). 8) Είδος του γένους Patella (πεταλίδα). 14) Mitra mitra (επισκοπική μίτρα). 4) Murex erythrostomus (πορφύρα). 15) Conus aulicus. 10) Pecten opercularis. 11) Cypraea arabica. 6) Haliotis asinina. 12) Pinna nobilis. Ηelix aspersa. Polymita picta. Ampularia chinensis. Lymnaea auricularia. Κοχύλια θαλάσσιων μαλακίων: 1) Astraea heliotropium. Είδος του γένους Ηelix. Είδος του γένους Ηelix. Είδος του γένους Paludina. Είδος του γένους Αchatina. Cerion marielinum. Κοχύλια των γλυκών νερών και χερσαία: Lymnaea palustris.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • όστρακο — Το σκληρό και ανθεκτικό κέλυφος, το οποίο περιβάλλει ολικά ή τμηματικά το σώμα διαφόρων ζώων και ιδιαίτερα των μαλακόστρακων και των μαλακίων. Βλ. λ. κοχύλι ή όστρακο. Όστρακον του 5ου π.Χ. αιώνα, με το όνομα του Θεμιστοκλή. (Αθήνα, Μουσείο… …   Dictionary of Greek

  • κοχύλι — το (AM κογχύλιον) 1. είδος μικρού οστρακοφόρου μαλακίου, η αχηβάδα 2. το όστρακο κάθε δίθυρου μαλακοστράκου («ἰδών τε τὴν Αἴγυπτον προκειμένην τῆς ἐχομένης γῆς κογχύλιά τε φαινόμενα ἐπὶ τοῑσι ὄρεσι», Ηρόδ.) αρχ. κόχλος, σαλιγκάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • κοχύλι — το το όστρακο κάθε οστρακοφόρου και το ίδιο το οστρακοφόρο μαλάκιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κογχύλι — Βλ. λ. κοχύλι ή όστρακο …   Dictionary of Greek

  • κεφαλόποδα — Μία από τις επτά ομοταξίες των μαλακίων. Περιλαμβάνει ζώα με αμφίπλευρη συμμετρία, τα πιο εξελιγμένα μέσα στο φύλο των μαλακίων. Τα κ. κατατάσσονται σε επτά υφομοταξίες, από τις οποίες μόνο δύο περιλαμβάνουν σύγχρονους αντιπροσώπους· αυτές είναι… …   Dictionary of Greek

  • κόγχη — και κόχη, η (AM κόγχη) 1. το κέλυφος τών μαλακίων υδροβίων και ιδιαίτερα τών διθύρων, κοχύλι, όστρακο («ἰχθύες τε ἐν ἀμφοτέροις ἔνεισι καὶ κόγχαι», Ξεν.) 2. καθετί που μοιάζει με κοχύλι ως προς το σχήμα και ιδιαίτερα κάθε κοίλωμα οστού ή οργάνου… …   Dictionary of Greek

  • κόχλος — (I) ο (AM κόχλος) 1. θαλάσσιο οστρακόδερμο με κοχλιοειδές όστρακο το οποίο χρησιμοποιούνταν για παρασκευή τής πορφύρας (α. «τὰ ὀστρακόδερμα τῶν ζῴων, οἷον οἵ τε κοχλίαι καὶ οἱ κόχλοι,... ὁμοίως ἔχει τοῑς μαλακοστράκοις», Αριστοτ. β. «κόχλους δὲ… …   Dictionary of Greek

  • αργοναύτης — Γένος κεφαλοπόδων μαλακίων. Ο α. αναπνέει με δύο βράγχια (υφομοταξία διβραγχιωτών) και έχει στο κεφάλι του οκτώ βραχίονες με δύο σειρές κοτύλες σαν βεντούζες (πλόκαμοι) και γι’ αυτό κατατάσσεται στην τάξη των οκτωπόδων. Ζει στις τροπικές θάλασσες …   Dictionary of Greek

  • κοχύλα — η όστρακο οστρακόδερμου που χρησιμοποιείται ως σάλπιγγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοχύλι + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. κεφάλ α, χέρ α)] …   Dictionary of Greek

  • αγαθίνη — (agathina).Γένος μεγαλόσωμων μαλακίων της τάξης των γαστερόποδων. Έχουν μακρουλό όστρακο με κωνικές συσπειρώσεις. Ζουν κυρίως στην Αφρική και στα γειτονικά νησιά σε υγρά μέρη και τρέφονται με φυτικές ουσίες. Υπάρχουν πολλά είδη με κυριότερο την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”